ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΙΣΧΥΣ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ

Η ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ

Στο ποινικό δίκαιο κυριαρχεί η αρχή “nullum crimen nulla poena sine praevia lege” (κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς υφιστάμενο νόμο), εκ της οποίας συνάγεται πως απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς των ποινικών κανόνων. Το νόημα της ως άνω αρχής ουσιαστικά είναι πως η ποινική διάταξη που προβλέπει το έγκλημα θα πρέπει πάντοτε να είναι προγενέστερη της τέλεσης του. Ως εκ τούτου η απαγόρευση της αναδρομικής εφαρμογής ενός ποινικού νόμου είναι ο γενικός κανόνας, από τον οποίον ωστόσο υπάρχουν και ορισμένες αποκλίσεις.

Ειδικότερα από τον θεμελιώδη αυτό κανόνα υπάρχει μια βασική εξαίρεση, η οποία εισάγεται δυνάμει του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα. Στο εν λόγω άρθρο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μετά και την θέσπιση του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), ορίζονται τα κάτωθι: 

1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.

2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του νέου Π.Κ. ως επιεικέστερος νόμος νοείται αυτός που στην συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί σε ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Η σημαντική καινοτομία που εισήγαγε το άρθρο 2 υπό την νέα του μορφή είναι, πως πλέον δεν έχει σημασία το αν ο νόμος είναι στο σύνολο του ευνοϊκότερος αλλά το βασικό είναι οι περιέχουσες σε αυτόν διατάξεις να είναι επιεικέστερες για τον κατηγορούμενο. Εφαρμόζεται συνεπώς πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο όλο. Ουσιαστικά το δικάσαν δικαστήριο έχει  την ευχέρεια να επιλέξει την εφαρμογή  εκείνων των διατάξεων, που θα οδηγήσουν στο ευνοϊκότερο δυνατό αποτέλεσμα για τον κατηγορούμενο χωρίς να ενδιαφέρει αν αυτές εμπεριέχονται στον ίδιο ή σε διαφορετικούς νόμους, δεδομένου ότι το δικαστήριο δεν βαρύνεται με την υποχρέωση να εφαρμόσει κάποιο σύνολο κωδικοποιημένων διατάξεων. Για παράδειγμα, το δικαστήριο μπορεί να εφαρμόσει το νεότερο νόμο όσον αφορά το χαμηλότερο εύρος ποινής αλλά τον παλαιότερο νόμο όσον αφορά την αναστολή ή τη μετατροπή της ποινής. Φυσικά για να γίνει κάτι τέτοιο, προϋποθέτει πως ο χρόνος τέλεσης της πράξης ΔΕΝ είναι μεταγενέστερος του παλαιότερου νόμου. Κοινώς, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για ευνοϊκότερη εφαρμογή διατάξεων του παλαιού Ποινικού Κώδικα για πράξεις που τελέστηκαν μετά την 01/07/2019 (ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του νέου ΠΚ).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και  η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του νέου Π.Κ. Συγκεκριμένα η εν λόγω διάταξη προβλέπει πως, αν μεταγενέστερος της αμετάκλητης απόφασης περί ενοχής νόμος χαρακτηρίσει μια πράξη ως ΜΗ αξιόποινη και αυτό λάβει χώρα ενώ ο δράστης εκτίει ήδη μέρος της ποινής του, τότε ειδικώς σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να υπάρξει αναδρομική εφαρμογή του νεότερου νόμου και ως εκ τούτου να παύσει η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής. Πλέον της ποινής θα πρέπει να παύσει και η εκτέλεση των ποινικών επακόλουθων της, δηλαδή των μέτρων ασφαλείας, διότι και αυτά  έχουν ποινική φύση και συνεπώς η εφαρμογή τους είναι άνευ αντικειμένου, εφόσον η πράξη έχει κριθεί ανέγκλητη. 

Συνάγεται επομένως, πως στο ποινικό δίκαιο ο γενικός κανόνας τάσσεται υπέρ της απαγόρευσης της αναδρομικότητας των νόμων. Ωστόσο, προκειμένου το δίκαιο να καταστεί περισσότερο ευέλικτο ο νομοθέτης προέβλεψε ορισμένες βασικές εξαιρέσεις, που αποτυπώνονται στο άρθρο 2 του Π.Κ και οι οποίες επηρέασαν θετικά τόσο την λειτουργία της δικαιοσύνης όσο και την θέση των κατηγορουμένων.