OFFSHORE EΤΑΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

OFFSHORE EΤΑΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η έννοια της offshore εταιρίας έχει οδηγήσει το νομικό κόσμο και την κοινή γνώμη εν γένει σε μια συνειρμική ταύτιση των εν λόγω εταιρικών σχηματισμών με τη διαδικασία «ξεπλύματος» βρόμικου χρήματος ή με τη διενέργεια διάφορων άλλων αξιόποινων πράξεων. Λόγω των πλεονεκτημάτων που παρέχουν στον ιδρυτή τους, όπως είναι λ.χ. η απουσία περιουσιακού ελέγχου «πόθεν έσχες», έχουν αναδειχθεί σε ένα ιδιαίτερα ελκυστικό «εργαλείο» για τη διενέργεια παρανόμων και εγκληματικών δράσεων. Πάντως, επειδή ακριβώς κυριαρχεί έντονη καχυποψία γύρω από τις offshore εταιρίες, πρέπει να καταστεί σαφές ότι η ίδρυσή τους καταρχήν δεν είναι παράνομη και αυτός είναι και ο λόγος, εξάλλου, που αρκετές πολυεθνικές εταιρίες κάνουν χρήση τέτοιων μορφωμάτων, για μια πιο αποδεκτή φορολόγηση των κερδών τους. Εφόσον δηλαδή δεν έχει αποδειχθεί κάποια παράνομη δραστηριότητα που να συνδέεται με την υπεράκτια εταιρία, η ίδρυση και η λειτουργία μιας τέτοιας είναι απολύτως νόμιμη.

Ωστόσο, ένεκα της πολυπλοκότητας της δομής τους και της σχεδόν απουσίας φορολογικού ελέγχου, παρατηρείται το φαινόμενο της εκμετάλλευσης των εταιριών αυτών, με σκοπό τη διάπραξη πολλών οικονομικών κυρίως αδικημάτων, όπως αυτό της φοροδιαφυγής ή του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος. Οι δράστες λοιπόν επιλέγοντας ένα μέρος-τόπο, κυρίως με στοιχεία «αλλοδαπότητας» επιδιώκουν την αποφυγή της σύλληψης τους από τις αρχές, και την εξασφάλιση του βρόμικου χρήματος, μέσω της εν τέλει νομιμοποίησης του. Οι υπεράκτιες εταιρίες, συχνά λειτουργούν ως κάλυψη του βρώμικου χρήματος, ήτοι αυτού που προέρχεται από την εγκληματική δράση στα πλαίσια του καταλόγου του άρθ. 4 Ν. 4557/2018, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το αρθ. 5 Ν. 4816/2021. Έτσι, το ξέπλυμα χρήματος επιτυγχάνεται με την επιλογή ενός αλλοδαπού τόπου τέλεσης σε πρώτο στάδιο, και σε δεύτερο στάδιο, με την διοχέτευση του εγκληματικού αυτού προϊόντος, ήτοι τα χρήματα, σε μια εξωχώρια- υπεράκτια εταιρία με σκοπό την νομιμοποίηση τους και την εξαφάνιση των εγκληματικών ιχνών τους. 

Οι τεχνικές ξεπλύματος χρημάτων είναι αρκετές και ποικίλλουν ανάλογα με τους δράστες και την πολυπλοκότητα της εκάστοτε υπόθεσης. Ωστόσο, γίνεται μια συστηματοποίηση των φάσεων του ξεπλύματος, που διακρίνεται σε: α) την τοποθέτηση (placement stage), β) την συσσώρευση-διαστρωμάτωση-στοίβαγμα (layering stage) και γ) την ολοκλήρωση (integration stage)

Η τοποθέτηση μπορεί να γίνει μεταξύ άλλων και με «φυσιολογική» μεταφορά μετρητού χρήματος σε «τραπεζικούς παραδείσους», σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα (offshore financial centers). Στην ως άνω πρώτη φάση, μία αρκετά έξυπνη τεχνική είναι αυτή όπου κάποιος είναι ιδιοκτήτης απευθείας ή μέσω αντιπροσώπου μιας εταιρίας «βιτρίνας», με απόλυτα νόμιμο αντικείμενο (λ.χ. εστιατόριο, κατάστημα ρούχων) και καταθέτει στον λογαριασμό τα νόμιμα κέρδη μαζί με το παράνομο χρήμα .

Στη δεύτερη φάση της συσσώρευσης ή άλλως του στοιβάγματος, γίνεται προσπάθεια, στα πλαίσια ενός πολυσύνθετου συστήματος μεταφοράς, να καλυφθούν τα ίχνη προέλευσης του χρήματος. Η συνήθης διαδικασία που ακολουθείται είναι η μεταφορά χρημάτων από τράπεζα σε τράπεζα, με εικονικές εταιρίες που βρίσκονται σε περισσότερα από δύο κράτη, με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, ώστε να προσπελαστούν νομικοί περιορισμοί και να επιτευχθεί η διάβαση προς εφοριακούς και τραπεζικούς παραδείσους χωρίς να αναγνωρισθεί ο ιδιοκτήτης ή ο άμεσα εμπλεκόμενος και να διαπιστωθεί η γνήσια ή όχι εταιρική μορφή. Όσον αφορά βέβαια στην εμπλοκή μιας υπεράκτιας εταιρίας στη δεύτερη αυτή φάση, αυτή γίνεται αφής στιγμής τα χρήματα προσγειωθούν σε έναν φορολογικό παράδεισο και τοποθετηθούν στον λογαριασμό κάποιας εταιρίας-βιτρίνας ή εταιρίας-φαντάσματος. Η αποστολή των εταιριών αυτών δεν είναι άλλη από το να χαθεί ο σύνδεσμος μεταξύ του βρώμικου χρήματος και της πηγής προέλευσής του. 

Στην τελευταία φάση, το βρώμικο χρήμα μεταλλάσσεται σε καθαρό-νόμιμο και αποκτά τύποις μια νόμιμη υπόσταση. Δεδομένου όμως, ότι για την εξασφάλιση των περιουσιακών στοιχείων, δεν αρκεί η απλή «κεκαλυμμένη τοποθέτηση» (hiding) τους σε κάποιο τραπεζικό λογαριασμό, ο τελικός στόχος της απόκρυψης (concealing) της εγκληματικής προέλευσης των χρημάτων τους και της νομιμοποίησής τους εξυπηρετείται μόνο με την συνεχή διοχέτευσή τους στις χρηματο-οικονομικές αγορές. Ο ρόλος των υπεράκτιων εταιριών στο στάδιο αυτό είναι να προσδώσουν στο βρώμικο χρήμα την ταυτότητα προϊόντος ή κέρδους από μία καθ’ όλα νόμιμη συναλλαγή, λ.χ. πώληση ακινήτου ιδιοκτησίας υπεράκτιας εταιρίας.

Συμπερασματικά, οι υπεράκτιες εταιρίες λειτουργούν κατά βάση ως «μανδύες» προκειμένου να καλύπτουν τόσο τους πραγματικούς δικαιούχους των περιουσιακών κεφαλαίων, όσο και την ενδεχόμενη παράνομη προέλευση αυτών. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι πάντοτε η πηγή προέλευσης των χρημάτων θα είναι παράνομη. Μπορούν κάλλιστα να συστήνονται υπεράκτιες εταιρίες για νόμιμους και οικονομικά ωφέλιμους σκοπούς, με γνώμονα τα συμφέροντα του εκάστοτε φυσικού ή νομικού προσώπου. Παραπέρα, ο αριθμός των offshore εταιριών είναι τόσο μεγάλος που καθίσταται πολλές φορές δύσκολο το εγχείρημα των αρμόδιων διωκτικών αρχών να τις ανιχνεύουν και να τις ερευνούν. Ακόμη, τις περισσότερες φορές οι offshore εταιρίες και τα εξωχώρια οικονομικά κέντρα εν γένει, συνδέονται με την φοροδιαφυγή. 

Ενόψει των ανωτέρω, γίνεται αντιληπτό ότι η ελληνική έννομη τάξη οφείλει συνεχώς να εναρμονίζεται με τους ευρωπαϊκούς νομικούς κανόνες και τις οδηγίες που αποσκοπούν στον εγκληματοπροληπτικό  έλεγχο του βρώμικου χρήματος.

Ο ρόλος του συνηγόρου κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός ειδικότερα στο στάδιο της συμμόρφωσης με τους κανόνες αυτούς, τους θεσπισμένους περιορισμούς και ειδικότερα τους ad hoc κανονισμούς αναφορικά με τις συναλλαγές και τις ενέργειες των πελατών τους για την αποφυγή ενδεχόμενης τέλεσης του αδικήματος του ξεπλύματος ή της φοροδιαφυγής. Όπως αναφέρθηκε ήδη, η ίδρυση μιας off-shore εταιρίας δεν είναι ex officio παράνομη και δύναται μάλιστα, φυσικά με την συνδρομή του νομικού συμβούλου, να αποβεί ιδιαίτερα χρήσιμη και κερδοφόρα για τον εκάστοτε επιχειρηματία.